- γατονουρά
- η1) кошачий хвост; 2) клевер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γατοουρά — και γατονουρά, η 1. η ουρά τής γάτας 2. το φυτό Τριφύλλιον το στενόφυλλον … Dictionary of Greek